λιχνότης

λιχνότης
λιχνό-της, ητος, ,
A = λιχνεία, Sch.Ar.Av.1690.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιχνότης — λιχνότης, ἡ (Α) [λίχνος] η ιδιότητα τού λίχνου, λαιμαργία, απληστία, λιχνεία …   Dictionary of Greek

  • λιχνότης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχνότητα — λιχνότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”